- εξαπέλεκυς
- ἑξαπέλεκυς, ο, η (Α)1. αυτός που έχει έξι πελέκεις, τσεκούρια2. (ειδ.) αυτός που η εξουσία του συμβολίζεται με έξι τσεκούρια («ἑξαπέλεκυς ἡγεμών, στρατηγός, πραίτωρ», Πολ.)3. το αρσ. ως ουσ. ἑξαπέλεκυςπραίτορας, στρατηγός4. φρ. «ἑξαπέλεκυς ἀρχή» — το αξίωμα τού πραίτορα, η αρχή τού στρατηγού (Πολ.).
Dictionary of Greek. 2013.