εξαπέλεκυς

εξαπέλεκυς
ἑξαπέλεκυς, ο, η (Α)
1. αυτός που έχει έξι πελέκεις, τσεκούρια
2. (ειδ.) αυτός που η εξουσία του συμβολίζεται με έξι τσεκούρια («ἑξαπέλεκυς ἡγεμών, στρατηγός, πραίτωρ», Πολ.)
3. το αρσ. ως ουσ. ἑξαπέλεκυς
πραίτορας, στρατηγός
4. φρ. «ἑξαπέλεκυς ἀρχή» — το αξίωμα τού πραίτορα, η αρχή τού στρατηγού (Πολ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἑξαπέλεκυς — with six axes masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑξαπελέκεας — ἑξαπέλεκυς with six axes masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑξαπελέκεις — ἑξαπέλεκυς with six axes masc nom/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑξαπέλεκυν — ἑξαπέλεκυς with six axes masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηγός — Επώνυμο κερκυραϊκής οικογένειας, που καταγόταν από την Κρήτη. Ένας κλάδος της εγκαταστάθηκε στη Δαλματία. Κυριότερα μέλη της ήταν οι ακόλουθοι: 1. Αντώνιος. Σπούδασε φιλοσοφία στην Ιταλία και υπήρξε μέλος της Ακαδημίας των Αβλαβών και καθηγητής… …   Dictionary of Greek

  • ἑξαπελέκεων — ἑξαπελέκεω̆ν , ἑξαπέλεκυς with six axes gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”